- λειόφυλλος
- -η, -ο (Α λειόφυλλος, -ον)αυτός που έχει λεία φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ά-φυλλος, επτά-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειόφυλλος — smooth leaved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοφύλλου — λειόφυλλος smooth leaved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek